ανεύρεση


ανεύρεση
Προφορά

Ετυμολογία
ανεύρεση αρχαία ελληνική ἀνεύρεσις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ανεύρεση

✦ η εύρεση χαμένου (προσώπου, πράγματος)
✦ η ανακάλυψη: ανεύρεση κοιτασμάτων πετρελαίου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.