ανερώτητος
Προφορά
Ετυμολογία
ανερώτητος αν- στερητικό + ερωτώ
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ανερώτητος -η, -ο
✦ αυτός που δεν ρωτήθηκε για κάτι ή για κάποιον: η ανεπιφύλακτη προσκύνηση του αρχηγικού λόγου και η ανερώτητη κι ανερεύνητη πίστη σ’ αυτόν… (Μ. Πλωρίτης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–