ανερμάτιστος


ανερμάτιστος
Προφορά

Ετυμολογία
ανερμάτιστος αρχαία ελληνική ἀνερμάτιστος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ανερμάτιστος -η, -ο

✦ ο χωρίς έρμα, χωρίς σαβούρα
✦ (μτφ. για πρόσωπα ή καταστάσεις) ο χωρίς βέβαιο προσανατολισμό, άστατος, αλλοπρόσαλλος: ανερμάτιστη πολιτική

Συνώνυμα

Αντίθετα
θετικός, σταθερός
Επιρρήματα
ανερμάτιστα (Κ ανερματίστως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.