ανερέθιστος


ανερέθιστος
Προφορά

Ετυμολογία
ανερέθιστος ἀ στερητικό + ερεθίζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ ανερέθιστος -η, -ο

✦ ο μη οργισμένος, που δεν τον ερέθισαν |(ιατρ.) που δεν παρουσιάζει φλόγωση, ερεθισμό: ανερέθιστο ήπαρ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.