ανεπτυγμένος


ανεπτυγμένος
Προφορά

Ετυμολογία
ανεπτυγμένος μτχ. πρκμ. του ρήματος αναπτύσσομαι

Ερμηνεία
επίθετο┘ ανεπτυγμένος -η, -ο

✦ εύσωμος, με καλή σωματική διάπλαση
✦ μορφωμένος
✦ προηγμένος: ανεπτυγμένη βιομηχανία – ανεπτυγμένες χώρες

Συνώνυμα

Αντίθετα
υπανάπτυκτος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.