ανεπιχρύσωτος


ανεπιχρύσωτος
Προφορά

Ετυμολογία
ανεπιχρύσωτος αν- στερητικό + επιχρυσώνω

Ερμηνεία
επίθετο┘ ανεπιχρύσωτος -η, -ο

✦ αυτός που δεν επιχρυσώθηκε, του οποίου η επιφάνεια δεν καλύφτηκε με χρυσό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.