ανεπιτρόπευτος


ανεπιτρόπευτος
Προφορά

Ετυμολογία
ανεπιτρόπευτος αρχαία ελληνική ἀνεπιτρόπευτος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ανεπιτρόπευτος -η, -ο

✦ αυτός που δεν έχει κηδεμόνα ή επόπτη
✦ (νομ.) αυτός στον οποίο δεν όρισε το δικαστήριο επίτροπο (για ανήλικο, αχειραφέτητο και υπό δικαστική απαγόρευση)
✦ (για ναό, ίδρυμα κτλ.) ο χωρίς επίτροπο διοικούμενος

Συνώνυμα
ακηδεμόνευτος
Αντίθετα

Επιρρήματα
ανεπιτρόπευτα (Κ ανεπιτροπεύτως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.