ανεπικήρυκτος


ανεπικήρυκτος
Προφορά

Ετυμολογία
ανεπικήρυκτος αν- στερητικό + επικηρύσσω

Ερμηνεία
επίθετο┘ ανεπικήρυκτος -η, -ο

✦ αυτός που δεν έχει επικηρυχθεί από τις αρχές: ανεπικήρυκτος κακοποιός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.