ανεπιδίκαστος


ανεπιδίκαστος
Προφορά

Ετυμολογία
ανεπιδίκαστος αν- στερητικό + επιδικάζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ ανεπιδίκαστος -η, -ο

✦ που δεν έχει επιδικαστεί, που δεν έχει αναγνωριστεί ή χορηγηθεί από το δικαστήριο: ανεπιδίκαστοι τόκοι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
ανεπιδίκαστα (Κ ανεπιδικάστως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.