ανεπιβούλευτος
Προφορά
Ετυμολογία
ανεπιβούλευτος αρχαία ελληνική ἀνεπιβούλευτος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ανεπιβούλευτος -η, -ο
✦ αυτός τον οποίο δεν έχει επιβουλευθεί κάποιος ή που δεν επιδέχεται επιβουλή
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
ανεπιβούλευτα (Κ ανεπιβουλεύτως)