ανεπαρκής
Προφορά
Ετυμολογία
ανεπαρκής ἀ στερητικό + επαρκής
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ανεπαρκής -ής, -ές
✦ που δεν επαρκεί: ανεπαρκής τροφή – εργασία – ανεπαρκή μέτρα
✦ αυτός που δεν έχει τις απαιτούμενες ικανότητες, ανάξιος, ανίκανος: ανεπαρκής επιστήμων
Συνώνυμα
ελλιπής, λιγοστός, λειψός
Αντίθετα
επαρκής, αρκετός, περίσσιος
Επιρρήματα
ανεπαρκώς