ανεπανάληπτος
Προφορά
Ετυμολογία
ανεπανάληπτος ἀ στερητικό + επαναλαμβάνω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ανεπανάληπτος -η, -ο
✦ που δεν επαναλήφθηκε ή δεν μπορεί να επαναληφθεί, μοναδικός: ανεπανάληπτο κατόρθωμα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
ανεπανάληπτα (Κ ανεπαναλήπτως)