ανεπαίσχυντος


ανεπαίσχυντος
Προφορά

Ετυμολογία
ανεπαίσχυντος μεταγενέστερη ελληνική ἀνεπαίσχυντος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ανεπαίσχυντος -η, -ο

✦ που δεν έχει αιτία, λόγο να ντρέπεται: χριστιανά τα τέλη της ζωής ημών, ανώδυνα, ανεπαίσχυντα, ειρηνικά (εκκλ. ευχή)
✦ που δεν προκαλεί ντροπή: ανεπαίσχυντη φτώχεια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
ανεπαίσχυντα (Κ ανεπαισχύντως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.