ανεπαίσθητος
Προφορά
Ετυμολογία
ανεπαίσθητος μεταγενέστερη ελληνική ἀνεπαίσθητος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ανεπαίσθητος -η, -ο
✦ ο μόλις αισθητός, ασήμαντος, ελάχιστος: κατανεύει μόνο στα ερωτηματικά με μια ανεπαίσθητη κίνηση (Γ. Γεραλής)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
επαισθητός, αντιληπτός
Επιρρήματα
ανεπαίσθητα (Κ ανεπαισθήτως)