ανεπάρκεια
Προφορά
Ετυμολογία
ανεπάρκεια ανεπαρκής
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ανεπάρκεια
✦ έλλειψη της αναγκαίας ποσότητας ή της απαιτούμενης ποιότητας: ανεπάρκεια τροφίμων – μηχανημάτων
✦ φρ. είδος εν ανεπαρκεία, είδος που λείπει, που δεν είναι αρκετό, όσο χρειάζεται: με την προσδοκία κερδών, οι έμποροι έχουν καταστήσει τη ζάχαρη είδος εν ανεπαρκεία – η μνήμη είναι είδος εν ανεπαρκεία καθώς αυτά που λέγαμε χθες είναι άγνωστα σήμερα (Ελευθεροτυπία)
✦ το να μην είναι κάποιος ικανός για κάτι, αδυναμία, ανικανότητα: επιστημονική – κυβερνητική ανεπάρκεια – ανεπάρκεια των κυβερνώντων – του μηχανικού |(ιατρ.) η υπολειτουργία οργάνου: ανεπάρκεια της καρδιάς
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
επάρκεια, περίσσεια
Επιρρήματα
–