ανεξουσιοδότητος
Προφορά
Ετυμολογία
ανεξουσιοδότητος αν- στερητικό + εξουσιοδοτώ
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ανεξουσιοδότητος -η, -ο
✦ αυτός που δεν έχει εξουσιοδότηση από κάποιον να ενεργήσει για λογαριασμό του: αν και ανεξουσιοδότητος, υπέγραψε, και τώρα δεν ισχύει η σύμβαση
✦ για ενέργεια, που γίνεται χωρίς να υπάρχει εξουσιοδότηση: ανεξουσιοδότητη παρέμβαση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
ανεξουσιοδότητα (Κ ανεξουσιοδοτήτως)