ανεξοικείωτος


ανεξοικείωτος
Προφορά

Ετυμολογία
ανεξοικείωτος ἀ στερητικό + εξοικειούμαι

Ερμηνεία
επίθετο┘ ανεξοικείωτος -η, -ο

✦ που δεν έχει εξοικειωθεί με κάτι, ασυνήθιστος: ανεξοικείωτος στο χειρισμό όπλων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.