ανεξιχνίαστος
Προφορά
Ετυμολογία
ανεξιχνίαστος μεταγενέστερη ελληνική ἀνεξιχνίαστος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ανεξιχνίαστος -η, -ο
✦ ανεξακρίβωτος, που δεν εξιχνιάζεται: ανεξιχνίαστο έγκλημα – τα γραμμένα της μοίρας είναι ανεξιχνίαστα (Γ. Θεοτοκάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
ανεξιχνίαστα (Κ ανεξιχνιάστως)