ανεξημέρωτος
Προφορά
Ετυμολογία
ανεξημέρωτος αν- στερητικό + εξημερώνω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ανεξημέρωτος -η, -ο
✦ αυτός που δεν εξημερώθηκε ή δεν είναι δυνατόν να εξημερωθεί: θηρία ανεξημέρωτα
✦ αυτός που δεν καταλάγιασε, δεν καταπραΰνθηκε: ανεξημέρωτος θυμός
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–