ανεξαργύρωτος


ανεξαργύρωτος
Προφορά

Ετυμολογία
ανεξαργύρωτος ἀ στερητικό + εξαργυρώνω

Ερμηνεία
επίθετο┘ ανεξαργύρωτος -η, -ο

✦ που δεν εξαργυρώθηκε, δεν ανταλλάχθηκε με χρήμα: επιταγή ανεξαργύρωτη

Συνώνυμα

Αντίθετα
εξαργυρωμένος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.