ανεξακρίβωτος


ανεξακρίβωτος
Προφορά

Ετυμολογία
ανεξακρίβωτος ἀ στερητικό + εξακριβώνω

Ερμηνεία
επίθετο┘ ανεξακρίβωτος -η, -ο

✦ που δεν εξακριβώθηκε: τα αίτια του εγκλήματος παραμένουν ανεξακρίβωτα
✦ που δεν μπορεί να εξακριβωθεί, να βεβαιωθεί

Συνώνυμα
αβεβαίωτος, απιστοποίητος
Αντίθετα
εξακριβωμένος, βεβαιωμένος ,βέβαιος, αναμφίβολος, αναμφισβήτητος
Επιρρήματα
ανεξακρίβωτα (Κ ανεξακριβώτως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.