ανεξαίρετος
Προφορά
Ετυμολογία
ανεξαίρετος ἀ στερητικό + εξαιρώ
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ανεξαίρετος -η, -ο
✦ που δεν εξαιρέθηκε ή δεν μπορεί να εξαιρεθεί, να απαλλαγεί
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
εξαιρετέος, εξαιρέσιμος
Επιρρήματα
ανεξαίρετα (Κ ανεξαιρέτως): χωρίς εξαίρεση