ανεξίτηλος


ανεξίτηλος
Προφορά

Ετυμολογία
ανεξίτηλος μεταγενέστερη ελληνική ἀνεξίτηλος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ανεξίτηλος -η, -ο

✦ που δε σβήνεται, δεν ξεβάφεται: ανεξίτηλα χρώματα
(μτφ. ) που δεν μπορεί να εξαλειφθεί, άσβεστος: ανεξίτηλο στίγμα

Συνώνυμα

Αντίθετα
εξίτηλος
Επιρρήματα
ανεξίτηλα (Κ ανεξιτήλως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.