ανεξάλειπτος


ανεξάλειπτος
Προφορά

Ετυμολογία
ανεξάλειπτος αρχαία ελληνική ἀνεξάλειπτος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ανεξάλειπτος -η, -ο

✦ που δεν εξαλείφεται, δεν είναι δυνατό να σβηστεί

Συνώνυμα
ανεξίτηλος
Αντίθετα

Επιρρήματα
ανεξάλειπτα (Κ ανεξαλείπτως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.