ανεμοστρόβιλος
Προφορά
Ετυμολογία
ανεμοστρόβιλος άνεμος + στρόβιλος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο ανεμοστρόβιλος
✦ δίνη που προκαλείται από ανέμους αντίθετης φοράς
✦ (μτφ. ) αναταραχή: ο ανεμοστρόβιλος των παθών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–