ανεμοπορία
Προφορά
Ετυμολογία
ανεμοπορία άνεμος + πόρος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ανεμοπορία
✦ άθλημα που συνίσταται στην πτήση με αεροσκάφος χωρίς κινητήρα, η οποία βασίζεται στην εκμετάλλευση των ανοδικών ρευμάτων ανέμου, που δημιουργούνται στην ατμόσφαιρα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–