ανεμική


ανεμική
Προφορά

Ετυμολογία
ανεμική └θηλ┘ του επιθέτου ανεμικός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ανεμική

✦ η θύελλα: έφτασε… μια ανεμική, που ‘χε κινήσει από τα βάθη της Αραπιάς, πήρε τα κεραμίδια από τα σπίτια, ξερίζωσε κάμποσα δέντρα και γκρέμισε τούτον το μιναρέ (Π. Πρεβελάκης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.