ανεμβολίαστος


ανεμβολίαστος
Προφορά

Ετυμολογία
ανεμβολίαστος αν- στερητικό + ἐμβολιάζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ ανεμβολίαστος -η, -ο

✦ ο μη εμβολιασμένος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.