ανεκχώρητος


ανεκχώρητος
Προφορά

Ετυμολογία
ανεκχώρητος αν- στερητικό + εκχωρώ

Ερμηνεία
επίθετο┘ ανεκχώρητος -η, -ο

✦ αυτός που δεν εκχωρήθηκε ή δεν μπορεί να εκχωρηθεί: ανεκχώρητο δικαίωμα – ανεκχώρητες απαιτήσεις

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.