ανεκπλήρωτος


ανεκπλήρωτος
Προφορά

Ετυμολογία
ανεκπλήρωτος μεταγενέστερη ελληνική ἀνεκπλήρωτος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ανεκπλήρωτος -η, -ο

✦ που δεν εκπληρώθηκε ή δεν μπορεί να εκπληρωθεί, απραγματοποίητος: ανεκπλήρωτοι πόθοι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
ανεκπλήρωτα (Κ ανεκπληρώτως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.