ανειμένος


ανειμένος
Προφορά

Ετυμολογία
ανειμένος αρχαία ελληνική ἀνειμένος, μτχ. παθητ. πρκμ. του ρήματος ἀνίημι

Ερμηνεία
ανειμένος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. (Κ -η, -ον) άτονος, χαλαρός
✦ ακόλαστος, έκλυτος: ανειμένα ήθη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
ανειμένως

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.