ανειλημμένος


ανειλημμένος
Προφορά

Ετυμολογία
ανειλημμένος – Η ετυμολογία λείπει.

Ερμηνεία
ανειλημμένος

✦ -η, -ο μτχ. παθητ. πρκμ. του αναλαμβάνω ως επίθ., που έχει αναληφθεί: ανειλημμένες υποχρεώσεις

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.