ανειδοποίητος


ανειδοποίητος
Προφορά

Ετυμολογία
ανειδοποίητος ἀ στερητικό + ειδοποιώ

Ερμηνεία
επίθετο┘ ανειδοποίητος -η, -ο

✦ που δεν ειδοποιήθηκε, δεν πήρε είδηση

Συνώνυμα

Αντίθετα
ειδοποιημένος, ενημερωμένος
Επιρρήματα
ειδοποιημένος, ενημερωμένος

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.