ανεγκαινίαστος
Προφορά
Ετυμολογία
ανεγκαινίαστος αν- στερητικό + εγκαινιάζω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ανεγκαινίαστος -η, -ο
✦ που δεν έχει εγκαινιασθεί ακόμη: η νέα πτέρυγα του νοσοκομείου είναι έτοιμη, αλλά είναι ανεγκαινίαστη ακόμη
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–