ανεβατός


ανεβατός
Προφορά

Ετυμολογία
ανεβατός ανεβαίνω

Ερμηνεία
επίθετο┘ ανεβατός -ή, -ό

✦ ανεβασμένος
✦ ένζυμος: ψωμί ανεβατό
✦ το ουδ. ανεβατό ως ουσ., είδος κεντήματος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.