ανεβάζω
Προφορά
Ετυμολογία
ανεβάζω μεσαιωνική ελληνική ἀνεβάζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ανεβάζω
✦ φέρνω κάτι από κάτω προς τα πάνω
✦ ανυψώνω ή αυξάνω
✦ ανατιμώ: οι χονδρέμποροι ανεβάζουν τις τιμές στα φρούτα
✦ (γραμμ.) μεταφέρω τον τόνο λέξης σε προηγούμενη συλλαβή
✦ παρουσιάζω από τη θεατρική σκηνή: ο θίασος θα ανεβάσει τραγωδία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
κατεβάζω
Επιρρήματα
–