ανείκαστος


ανείκαστος
Προφορά

Ετυμολογία
ανείκαστος αρχαία ελληνική ἀνείκαστος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ανείκαστος -η, -ο

✦ αναπάντεχος, αδόκητος
✦ αυτός για τον οποίο δεν μπορεί να γίνει εικασία, ανεξιχνίαστος: ανείκαστοι σκοποί

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.