ανδρώνομαι
Προφορά
Ετυμολογία
ανδρώνομαι αρχαία ελληνική ἀνδρόω, -ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ανδρώνομαι
✦ φτάνω στην ανδρική ηλικία
✦ (μτφ. ) φθάνω σε υψηλό επίπεδο ανάπτυξης, αναπτύσσομαι: ν’ απελευθερώσει τη γλώσσα μας… και να τη βοηθήσει ν’ ανδρωθεί (Οδ. Ελύτης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–