ανδρόπαυση
Προφορά
Ετυμολογία
ανδρόπαυση ανήρ + παύω• ο σχηματισμός της λ. αναλογικά προς το εμμηνόπαυση
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ανδρόπαυση
✦ προοδευτική ελάττωση της γενετικής δραστηριότητας του άνδρα που παρατηρείται μετά τα πενήντα, εξαιτίας της μειωμένης έκκρισης ανδρογόνων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–