αναύλωτος


αναύλωτος
Προφορά

Ετυμολογία
αναύλωτος ἀ στερητικό + ναυλώνω

Ερμηνεία
επίθετο┘ αναύλωτος -η, -ο

✦ που δεν έχει ναυλωθεί: αναύλωτο καράβι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
αναύλωτα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.