αναχρονισμός


αναχρονισμός
Προφορά

Ετυμολογία
αναχρονισμός από το ρ. αναχρονίζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο αναχρονισμός

✦ ακούσιο ή εκούσιο λάθος στη χρονική τοποθέτηση ενός γεγονότος
✦ εμμονή στον τρόπο ζωής παλαιών εποχών

Συνώνυμα

Αντίθετα
νεοτερισμός, μοντερνισμός
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.