αναχάσκω


αναχάσκω
Προφορά

Ετυμολογία
αναχάσκω αρχαία ελληνική ἀνα-χάσκω

Ερμηνεία
ρήμα αναχάσκω

✦ έχω το στόμα ανοιχτό, χάσκω
✦ βλέπω, παρακολουθώ, με χαζό ύφος, κάτι που γίνεται
✦ γελώ θορυβωδώς

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.