αναφώνημα
Προφορά
Ετυμολογία
αναφώνημα μεταγενέστερη ελληνική ἀναφώνημα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το αναφώνημα
✦ αναφώνηση (βλ. λ.) : δεν άκουες τώρα αναφωνήματα απ’ τους ανθρώπους· η λαλιά τους είχε πιαστεί (Π. Πρεβελάκης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–