αναφρόδιτος
Προφορά
Ετυμολογία
αναφρόδιτος μεταγενέστερη ελληνική ἀναφρόδιτος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αναφρόδιτος -η, -ο
✦ αυτός που παρουσιάζει αναφροδισία, έλλειψη γενετήσιας ορμής
✦ ο παρθένος, που δεν ήρθε ακόμη σε σαρκική επαφή
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–