αναφροδισιακός


αναφροδισιακός
Προφορά

Ετυμολογία
αναφροδισιακός αναφροδισία

Ερμηνεία
επίθετο┘ αναφροδισιακός -ή, -ό

✦ ο σχετικός με την αναφροδισία
✦ αυτός που κατευνάζει τη γενετήσια ορμή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
αναφροδισιακά

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.