αναφορικός


αναφορικός
Προφορά

Ετυμολογία
αναφορικός μεταγενέστερη ελληνική ἀναφορικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ αναφορικός -ή, -ό

✦ ο αναφερόμενος σε κάτι
✦ ο σχετικός με άλλον ή άλλο
✦ (γραμμ.) ο δηλωτικός αναφοράς: αναφορική πρόταση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
αναφορικά (Κ αναφορικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.