ανατόμος
Προφορά
Ετυμολογία
ανατόμος ανατέμνω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό ή θηλυκό┘ ο, η ανατόμος
✦ αυτός που ενεργεί ανατομές για επιστημονικούς σκοπούς
✦ (μτφ. ) αυτός που μελετά, εξετάζει οτιδήποτε σε βάθος: ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–