ανατροχασμός


ανατροχασμός
Προφορά

Ετυμολογία
ανατροχασμός αρχαία ελληνική ἀνατροχασμός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ανατροχασμός

✦ η οπισθοδρομική κίνηση πυροβόλου κατά την εκπυρσοκρότησή του

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.