ανατρεπτικός
Προφορά
Ετυμολογία
ανατρεπτικός αρχαία ελληνική ἀνατρεπτικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ανατρεπτικός -ή, -ό
✦ ικανός για ανατροπή
✦ (ειδ.) ο εκτελούμενος με σκοπό την ανατροπή του καθεστώτος: ανατρεπτικές ενέργειες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
ανατρεπτικά (Κ ανατρεπτικώς)