ανατρέχω


ανατρέχω
Προφορά

Ετυμολογία
ανατρέχω αρχαία ελληνική ἀνα – τρέχω

Ερμηνεία
ρήμα ανατρέχω

✦ κινούμαι προς τα πάνω ή προς τα πίσω
✦ με τη μνήμη ή με το λόγο, επανέρχομαι στα περασμένα ή στα ήδη γνωστά
✦ (ειδ.) καταφεύγω για έρευνα, για άντληση ή ενίσχυση επιχειρημάτων σε πηγές γνώσεως

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.